ανόργωτος

ανόργωτος
-η, -ο
(για χωράφια)
1. αυτός που δεν έχει οργωθεί, ακαλλιέργητος χέρσος
2. αυτός που είναι δύσκολο να οργωθεί, δύσβατος, πετρώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανόργωτος — η, ο αυτός που δεν οργώθηκε, δεν καλλιεργήθηκε: Εκείνη τη χρονιά είχαν αφήσει τα χωράφια τους ανόργωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος …   Dictionary of Greek

  • αζευγάριστος — η, ο [ζευγαρίζω] (για εκτάσεις) αυτός που δεν ζευγαρίστηκε, ανόργωτος, ακαλλιέργητος …   Dictionary of Greek

  • αζευγολάτητος — η, ο [ζευγολατώ] ο μη ζευγολατημένος, ακαλλιέργητος, ανόργωτος …   Dictionary of Greek

  • αναροτρίωτος — η, ο (για αγρούς) ο μη οργωμένος, αγεώργητος, ακαλλιέργητος, ανόργωτος …   Dictionary of Greek

  • αφάρωτος — ἀφάρωτος, ον (Α) [φαρώ] ακαλλιέργητος, ανόργωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”